- ὁδοιπορινός
- ὁδοιπορ-ινός, ή, όν, epith. of βήξ, coughA contracted from walking on roads, Hippiatr.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοιπορινός — ὁδοιπορινός, ή, όν (Μ) (για βήχα) αυτός που προκαλείται από την οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοιπόρος + κατάλ. ινός (πρβλ. φθινοπωρ ινός)] … Dictionary of Greek
ὁδοιπορινήν — ὁδοιπορινός contracted from walking on roads fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek